Τα έθιμα των Χριστουγέννων όπως τα έζησα αλλά και όπως μου τα διηγήθηκαν στο Μεταγγίτσι Χαλκιδικής  

Από την εθελόντρια της ομάδας Άννα Γκιούρα                                                          

Σε κάθε σημείο της Ελλάδας, οι μέρες των εορτών είναι μέρες συνδεδεμένες με έθιμα που έρχονται από το παρελθόν. Άλλα από το πολύ μακρινό και άλλα από το πιο κοντινό. Άλλα που ήρθαν και έφυγαν και άλλα που συνεχίζουν ακόμη και άλλα που δημιουργούνται. Καθένας από μας φέρει αυτές τις μνήμες του τόπου του, από τον οποίο μεγάλωσε. Έτσι και γω. Γι αυτό θα σας διηγηθώ τις δικές μου αναμνήσεις σε έθιμα που έζησα αλλά και σε έθιμα που μου διηγήθηκαν και έπαψαν με το χρόνο να υπάρχουν. Όλα αυτά  που θα διαβάσετε εξελίσσονται στο χωριό μου, στο Μεταγγίτσι Χαλκιδικής. 

Η περίοδος των εορτών των Χριστουγέννων, συνέπιπτε ουσιαστικά και με το κλείσιμο και άνοιγμα των σχολείων, όπως και σε όλη τη χώρα. Έτσι λοιπόν με το πέρας του εορτασμού της σχολικής γιορτής στις 23 Δεκεμβρίου και το κλείσιμο των σχολείων, συνήθιζε να γίνεται και ο στολισμός του Χριστουγεννιάτικου δέντρου στο σπίτι. Τα παιδιά συνήθως με τους γονείς ή με τα μεγαλύτερα αδέρφια, πήγαιναν στους γύρω δασότοπους να κόψουν το δέντρο. Το δέντρο αυτό ήταν το κέδρο, όπου τοποθετούνταν σε περίοπτη θέση στο σπίτι και στολιζόταν με όμορφα Χριστουγεννιάτικα στολίδια. Στις μέρες ο στολισμός έχει εμπλουτιστεί με λαμπιόνια και πολλά άλλα Χριστουγεννιάτικα στολίδια.

Την παραμονή των Χριστουγέννων από νωρίς το πρωί οι δρόμοι γέμιζαν από ήχους και μελωδίες και παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι, λέγοντας το γνωστό σε όλους «Καλήν εσπέραν άρχοντες…» και δίνοντας ευχές στο κάθε σπιτικό για το οίκημα και τον νοικοκύρη του, λαμβάνοντας με τη σειρά τους χρήματα. Ωστόσο, στην γενιά των γονιών μου και παλιότερα, χρήματα λάμβαναν από λίγους, μιας και οι περισσότεροι τότε χάριζαν ότι είχαν και αυτό δεν ήταν άλλο από ξερά σύκα ή δαμάσκηνα, σταφίδες, καρύδια και αμύγδαλα και λιγότερο συχνά καραμέλες. Και ακόμη πιο πίσω στα χρόνια των παππούδων μου, τα κάλαντα δεν συνήθιζαν να τα λένε πρωί όπως εμείς, αλλά αργά το απόγευμα, άλλωστε «Καλήν εσπέρα», λέει και ο στίχος. 

Την παραμονή των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές έφτιαχναν το Χριστόψωμο, το οποίο και έτρωγε το βράδυ όλη η οικογένεια. Το χριστόψωμο ήταν ουσιαστικά ένα ζυμωμένο ψωμί σε στρογγυλό σχήμα που πάνω του είχε φτιαγμένο έναν σταυρό με ζυμάρι και που την ώρα που θα , η νοικοκυρά το μέλωνε στο πάνω μέρος έτσι που να γίνει λαμπερό χρυσαφένιο και το σέρβιραν με επιπλέον μέλι και καρύδια. 

Η μέρα των Χριστουγέννων ξεκινούσε με πολύ πρωινό ξύπνημα αφού ακολουθούσε ο εκκλησιασμός και εκείνη τη μέρα η λειτουργία στην εκκλησία ξεκινούσε νωρίτερα από κάθε άλλο εορτασμό. Σειρά με τη θεία λειτουργία και τη θεία κοινωνία, είχε το Χριστουγεννιάτικο μεσημεριανό τραπέζι. Στην εποχή μου τα εδέσματα του τραπεζιού ήταν ποικίλα και εναλλάσσονταν με τα χρόνια από χοιρινό στο φούρνο σε γαλοπούλα ή πάπια ή κοτόπουλο γεμιστό.  Με τα φαγητά εναλλάσσονταν και οι καλεσμένοι ή άνθρωποι που περνούσαν να πουν ένα Χρόνια Πολλά, έτσι το τραπέζι δεν προλάβαινε να αδειάσει, να σου το βράδυ και ξαναγέμιζε. Τα παλαιότερα χρόνια ωστόσο τη μέρα των Χριστουγέννων την περνούσαν περισσότερο οικογενειακά και το φαγητό που συνήθιζαν να τρώνε τη μέρα εκείνη ήταν κοτόπουλο κοκκινιστό στην κατσαρόλα με ρύζι ή κριθαράκι. Το χοιρινό δεν υπήρχε τα παλιότερα χρόνια στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και αυτό διότι η μέρα που η κάθε οικογένεια θυσίαζε το γουρουνάκι που έτρεφε όλο τον καιρό, δεν ήταν τα Χριστούγεννα, αλλά του Αγίου Στεφάνου, στις 27 Δεκεμβρίου. 

Η 27η Δεκεμβρίου λοιπόν ήταν άλλη μια μέρα γιορτής για τον τόπο αυτό. Η σφαγή των γουρουνιών ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για την κάθε οικογένεια, όπου θα της εξασφάλιζε τροφή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όλοι σχεδόν τη μέρα εκείνη είχαν λόγους  για να ναι χαρούμενοι, ειδικά τα παιδιά. Που πέραν του ότι θα έτρωγαν χοιρινό κρέας, θα εξασφάλιζαν και ένα ακόμη δώρο από το γουρούνι και αυτό δεν ήταν άλλο από την ουροδόχο κύστη του ζώου. Με κάποια επεξεργασία που περιελάμβανε φούσκωμα και πέρασμα από τη στάχτη, η κύστη του γουρουνιού θα αποτελούσε για εκείνους μια μπάλα που θα μπορούσαν να χαρούν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκτός από χαρούμενοι, τη μέρα αυτή,  οι άνθρωποι επρόκειτο να είναι και αρκετά απασχολημένοι για τις επόμενες μέρες, ωσότου τακτοποιούσαν και αποθήκευαν με κάθε δυνατό τρόπο το κρέας του γουρουνιού. Φτιάχνανε λουκάνικα και τα κρεμούσαν μέσα στο σπίτι μέχρι να στεγνώσουν. Αλλά προσοχή! Απαγορευόταν η κατανάλωση τους πριν τα Φώτα, όπου και ήταν επιρρεπή στα μαγαρίσματα των καλικάντζαρων..αλλά αυτά θα σας τα πω σε λίγο. Έφτιαχναν ακόμη τις γνωστές τσιγαρίδες με το λίπος του γουρουνιού όπου και χρησιμοποιούσαν σε διάφορες παρασκευές της μαγειρικής. Σήμερα, οι παραπάνω διαδικασίες στην πλειοψηφία τους δεν υπάρχουν όπως και μπορείτε να αντιληφθείτε, όσο για τη θυσία του γουρουνιού την περίοδο των Χριστουγέννων καθώς και η Παρασκευή χειροποίητων λουκάνικων, ναι υπάρχει ακόμη αλλά όχι ως καθολικό γεγονός ούτε ως προς τη διαδικασία, ούτε ως προς τη μέρα. 

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς θα ακουγόταν και πάλι τα κάλαντα… «Αρχιμηνιά και Αρχιχρονιά…».

Ωστόσο θυμάμαι ακόμη τη γιαγιά μου να μου λέει κάποια διαφορετικά κάλαντα την μέρα εκείνη, που ήταν τα εξής: 

Άγιος Βασίλης έρχεται Γενά- Γενάρης ξημερώνει

Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι κι απού- κι απούθε κατεβαίνεις.

Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω

να πα να μάθω γράμματα, να πω την αλφαβήτα.

Και στο ραβδί π’ ακούμπησα, χλωρά χορτάρια βγάζει

κι απ’ κάτ’ τα χλωροβλάσταρα, περδίκια φωλιασμένα

δεν είν’ περδίκια μοναχά, ήταν και περιστέρια.

Τα περιστέρια πέταξαν, πάνε στην κρύα βρύση

παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιόνι στα φτερά τους

να λούσουν τον αφέντη τους, ν’ αγιάσουν την κυρά τους.

Και εις έτη πολλά...

Στα χρόνια που θυμάμαι, την παραμονή Πρωτοχρονιάς και όσο η ώρα πλησίαζε προς το βράδυ, η διαρρύθμιση των επίπλων στο σαλόνι, άλλαζε προκειμένου ο χώρος να γίνει περισσότερο εργονομικός και να δεχτεί όλο και περισσότερο κόσμο. Το τραπέζι στη μέση, στρωμένο γιορτινό, τα εδέσματα πολλά και για κάθε γούστο. Σε λίγο θα αρχίσουν να καταφθάνουν και οι καλεσμένοι, γιαγιάδες, παππούδες, θείες θείοι, ξαδέρφια, φίλοι κλπ όπου και θα γιορτάζαμε μαζί την αλλαγή του χρόνου και θα κόβαμε τη Βασιλόπιτα, με το τυχερό φλουρί. 

Από τα κομμάτια της Βασιλόπιτας δεν έλειπαν ποτέ ο Χριστός και τα χωράφια με τις καλλιέργειες και τα αγροτικά μηχανήματα. Όπως και στο παρελθόν, έτσι και στο τώρα συνεχίζεται να αποδίδεται τιμή στη φύση που απλόχερα δίνει τους καρπούς της, αλλά και η ανάγκη των ανθρώπων για εύνοια και τύχη στη γη τους, στο βιός τους. Από το τραπέζι αυτό αλλά και από όλη την περίοδο των γιορτών δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα γλυκά των Χριστουγέννων: κουραμπιέδες και μελομακάρονα από τη μαμά και λουκουμάδες από τη γιαγιά. Λουκουμάδες πότε με σιρόπι και πότε με μέλι, σερβιρισμένοι με κανέλα.

Την 1η Δεκεμβρίου υπήρχε ένα έθιμο το οποίο στις μέρες έχει εκλείψει. Κατά τις πρωινές ώρες της πρώτης μέρας του χρόνου, γυρνούσαμε ως παιδιά από σπίτι σε σπίτι λέγοντας: «Καλημέρα και Χρόνια πολλά» και οι σπιτονοικοκυρές μας έλεγαν «Καλή Χρονιά» και μας έδιναν καραμέλες, κουλούρια και διάφορα άλλα γλυκά. Το έθιμο αυτό το έχω προλάβει αλλά έχει αρκετά χρόνια ωστόσο που δεν γίνεται. Η αφθονία πια της εποχής σε τρόφιμα και γλυκά στις νεότερες γενιές, πιθανόν και να παραγκώνισε το έθιμο αυτό.

Στο χωριό μου, παραμονή των Θεοφανείων, την ημέρα του Σταυρού, υπάρχει ακόμη ένα έθιμο. Ο παπάς του χωριού μετά την λειτουργία, όπου και τελείται η ακολουθία του Μεγάλου Αγιασμού, (όπως και την ημέρα των Θεοφανείων), επισκέπτεται ένα-ένα όλα τα σπίτια του χωριού με αγιασμό, το σταυρό και ένα κλωνάρι βασιλικό και αγιάζει κάθε δωμάτιο του σπιτιού για να φύγει κάθε κακό. Παλιότερες δοξασίες συνέδεαν τις δυο μέρες αυτές του αγιασμού, με την επιστροφή των καλικατζάρων πάλι πίσω στον κάτω κόσμο, απ όπου και ήρθαν. Έτσι και στο δικό μου χωριό, ο παπάς εκτός του σπιτιού, άγιαζε και τα λουκάνικα, όπου σύμφωνα με τους παλιότερους τα είχαν κατουρήσει οι καλικάντζαροι γι αυτό και ήταν ακατάλληλα προς βρώση

Τη μέρα αυτή εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από τη γενιά των γονιών μου, ένα όμορφο έθιμο έχει μείνει πίσω στο χρόνο. Αυτό δεν είναι άλλο από τα κάλαντα των Φώτων. 

Την ημέρα των Θεοφανείων και των αγιασμών των νερών, τα πρώτα χρόνια καθώς ημιορεινό το χωριό και η θάλασσα απέχει 4 χιλιόμετρα, ο Σταυρός ριχνόταν στην κολυμπήθρα στο προαύλιο της εκκλησίας. Τις τελευταίες ωστόσο δυο με τρεις δεκαετίες, ο Σταυρός ρίχνεται στη θάλασσα και μάλιστα ως παράδοση πια, βουτάνε η σειρά των αγοριών  που πρόκειται να πάει στο στρατό, παίρνοντας έτσι και μια πρώτη εμπειρία και για το φανταρικό τους. 

Οι γιορτές έκλειναν ως συνήθως με τον εορτασμό του Αϊ-Γιαννιού. Που και να μην είχες Γιάννη στην οικογένεια ώστε να ανοίξεις το σπιτικό σου και να γιορτάσεις, είχες σίγουρα, κάποιον να επισκεφτείς. 

Είναι περίεργο το ταξίδι αυτό στο χρόνο… Βιώνεις τη πέρασμά του, τη φθορά του αλλά και την διαρκή και αέναη πορεία του. Εύχομαι να παρασυρθήκατε και σεις στο ταξίδι του αυτό και να ανασύρατε τα δικά σας Χριστουγεννιάτικα βιώματα και γιορτινές αναμνήσεις. 

Καλά Χριστούγεννα, με υγεία!